ιπποφάγος

ιπποφάγος
ο , η питающийся кониной

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ιπποφάγος" в других словарях:

  • ιπποφάγος — ο (ΑΜ ἱπποφάγος) αυτός που τρώει κρέας ίππου, αυτός που τρέφεται με αλογήσιο κρέας μσν. αρχ. στον πληθ. οἱ ἱπποφάγοι επίθ. τών Ταρτάρων, μιας σκυθικής φυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φάγος < θ. φαγ (πρβλ. ἕ φαγ ον τού ἐσθίω*)] …   Dictionary of Greek

  • ιπποφάγος — ο αυτός που τρώει κρέας αλόγου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

  • ιπποφαγία — η (Μ ἱπποφαγία) [ιπποφάγος] η ιδιότητα του ιπποφάγου, το να τρώει κάποιος αλογήσιο κρέας, η αλογοφαγία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»